ἀκόμιστος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόμιστος:''' -ον ([[κομίζω]]), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.
|lsmtext='''ἀκόμιστος:''' -ον ([[κομίζω]]), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόμιστος:''' запущенный, неряшливый Diog. L.
}}
}}