Anonymous

ἀκόμιστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόμιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απεριποίητος]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>κομιστὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κομίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκομιστία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόμιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απεριποίητος]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>κομιστὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κομίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκομιστία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόμιστος:''' -ον ([[κομίζω]]), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.
}}
}}