διάνοια: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάνοιᾰ:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέψη]], [[πρόθεση]], [[σκοπός]], [[αντίληψη]], [[γνώμη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>διάνοιαν ἔχειν = διανοεῖσθαι</i>, με απαρ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέψη]], [[γνώμη]], [[έννοια]], Λατ. [[cogitatum]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντίληψη]], [[διάνοια]], [[νοημοσύνη]], ευφυία, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[νόημα]] ή [[σημασία]] μιας λέξης ή ενός κειμένου, στον ίδ.· <i>τῇδιανοίᾳ</i>, σε ό,τι αφορά την [[έννοια]], τη [[σημασία]], σε Δημ.
|lsmtext='''διάνοιᾰ:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέψη]], [[πρόθεση]], [[σκοπός]], [[αντίληψη]], [[γνώμη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>διάνοιαν ἔχειν = διανοεῖσθαι</i>, με απαρ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέψη]], [[γνώμη]], [[έννοια]], Λατ. [[cogitatum]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντίληψη]], [[διάνοια]], [[νοημοσύνη]], ευφυία, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[νόημα]] ή [[σημασία]] μιας λέξης ή ενός κειμένου, στον ίδ.· <i>τῇδιανοίᾳ</i>, σε ό,τι αφορά την [[έννοια]], τη [[σημασία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''διάνοια:''' ἡ<b class="num">1)</b> замысел, намерение ([[μαινόλις]] Aesch.; παλιλλογῆσαί τινι τὴν [[ἑωυτοῦ]] διάνοιαν Her.): τὴν διάνοιαν ἔχειν τινός Thuc. намереваться сделать что-л.;<br /><b class="num">2)</b> мысль, мнение, взгляд (τὴν διάνοιαν ταύτην ἔχειν Plat. и [[λαβεῖν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> образ мыслей, духовный облик: τὸ τῶν Ἑλλήνων [[ὄνομα]] [[μηκέτι]] τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖ εἶναι Isocr. название «эллины» обозначает, повидимому, уже не племя, а образ мыслей;<br /><b class="num">4)</b> размышление, мышление ([[πᾶσα]] δ. ἢ [[πρακτική]], ἢ [[ποιητική]], ἢ θεωρητική Arst.): ὁ ἐντὸς τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτὴν [[διάλογος]] [[ἄνευ]] φωνῆς (sc. ἐστιν ἡ δ.) Plat. размышление есть внутренняя и беззвучная беседа сознания с самим собой;<br /><b class="num">5)</b> разум, сознание, дух ([[ἅμα]] τῇ τε διανοίᾳ καὶ τῷ σώματι διαπονεῖν Arst.);<br /><b class="num">6)</b> смысл, значение (ὀνομάτων Lys., Plat.; τοῦ λεγομένου Arst.).
}}
}}