Anonymous

διάνοια: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διάνοια]]<br />Α και διανοία και αιολ. τ. διανοιία) [[διανοούμαι]]<br /><b>1.</b> [[πνεύμα]], [[νους]], [[μυαλό]]<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]] του ανθρώπου να σκέπτεται<br /><b>μσν.</b><br />[[συνήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογισμός]]<br /><b>2.</b> [[ιδέα]], [[έννοια]], [[γνώμη]]<br /><b>3.</b> [[σημασία]] λέξης ή χωρίου.
|mltxt=η (AM [[διάνοια]]<br />Α και διανοία και αιολ. τ. διανοιία) [[διανοούμαι]]<br /><b>1.</b> [[πνεύμα]], [[νους]], [[μυαλό]]<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]] του ανθρώπου να σκέπτεται<br /><b>μσν.</b><br />[[συνήθεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογισμός]]<br /><b>2.</b> [[ιδέα]], [[έννοια]], [[γνώμη]]<br /><b>3.</b> [[σημασία]] λέξης ή χωρίου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διάνοιᾰ:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σκέψη]], [[πρόθεση]], [[σκοπός]], [[αντίληψη]], [[γνώμη]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>διάνοιαν ἔχειν = διανοεῖσθαι</i>, με απαρ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκέψη]], [[γνώμη]], [[έννοια]], Λατ. [[cogitatum]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντίληψη]], [[διάνοια]], [[νοημοσύνη]], ευφυία, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[νόημα]] ή [[σημασία]] μιας λέξης ή ενός κειμένου, στον ίδ.· <i>τῇδιανοίᾳ</i>, σε ό,τι αφορά την [[έννοια]], τη [[σημασία]], σε Δημ.
}}
}}