ἀγωγεύς: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγωγεύς:''' -έως, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που τραβά ή σύρει, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαλινάρι]], [[λουρί]], σε Σοφ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀγωγεύς:''' -έως, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που τραβά ή σύρει, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χαλινάρι]], [[λουρί]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγωγεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> переносящий тяжести, грузчик, носильщик ([[ἄνδρες]] ἀγωγέες Her.);<br /><b class="num">2)</b> (у лошадей) повод Xen., Polyb.; (у собак) привязь, поводок Soph.
}}
}}