ἀνύποπτος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνύποπτος:''' -ον, ο [[χωρίς]] [[υποψία]], [[ανύποπτος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ανύποπτος]], [[ανυποψίαστος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀνύποπτος:''' -ον, ο [[χωρίς]] [[υποψία]], [[ανύποπτος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ανύποπτος]], [[ανυποψίαστος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνύποπτος:''' <b class="num">1)</b> не возбуждающий подозрений Thuc., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> не питающий подозрений Polyb., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> незаметный (τινι Sext.).
}}
}}