3,276,318
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνύποπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποψιάζεται [[κάτι]] ή δεν έχει υποψίες για κάποιον<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνύποπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποψιάζεται [[κάτι]] ή δεν έχει υποψίες για κάποιον<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνύποπτος:''' -ον, ο [[χωρίς]] [[υποψία]], [[ανύποπτος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ανύποπτος]], [[ανυποψίαστος]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |