Anonymous

ἀνύποπτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνύποπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποψιάζεται [[κάτι]] ή δεν έχει υποψίες για κάποιον<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνύποπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν υποψιάζεται [[κάτι]] ή δεν έχει υποψίες για κάποιον<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνύποπτος:''' -ον, ο [[χωρίς]] [[υποψία]], [[ανύποπτος]], σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, [[ανύποπτος]], [[ανυποψίαστος]], σε Θουκ.
}}
}}