ἀστυφέλικτος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστῠφέλικτος:''' -ον ([[στυφελίζω]]), [[ακίνητος]], [[αδιατάρακτος]], [[αδιάσειστος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀστῠφέλικτος:''' -ον ([[στυφελίζω]]), [[ακίνητος]], [[αδιατάρακτος]], [[αδιάσειστος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστῠφέλικτος:''' непоколебимый, незыблемый ([[βασιλεία]] Xen.; sc. λάϊνον [[χῶμα]] Anth.).
}}
}}