ἐπαιγίζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαιγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[αἰγίς]] II), [[ορμώ]], [[ξεσπώ]] με [[μανία]], λέγεται για θυελλώδη άνεμο, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐπαιγίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[αἰγίς]] II), [[ορμώ]], [[ξεσπώ]] με [[μανία]], λέγεται για θυελλώδη άνεμο, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαιγίζω:''' бешено устремляться (ср. [[ἐπαιγίζων]]).
}}
}}