ἐπαιγίζω
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
(αἰγίς II) rush upon, twice in Hom. of a stormy wind, Ζέφυρος.. λάβρος ἐπαιγίζων Il.2.148; οὖρον.. λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος Od.15.293; λάβρως ἐ. ὁ βορρᾶς Alciphr.3.42: metaph., Ἔρως λάβρον ἐπαιγίζων AP5.285 (Paul. Sil.): c. dat., rush over, ἐπαιγίζει πεδίοισι, of a stream that has burst its banks, Opp.C.2.125: c. acc., πόντον ἐπαιγίζει, of the dolphin, Id.H.2.583.
German (Pape)
[Seite 894] (vgl. αἴξ), darauf losstürzen, andringen; ζέφυρος, οὖρος ἐπαιγίζων, Il. 2, 148 Od. 15, 293, βοῤῥᾶς Alciphr. 3, 42, überall λάβρος dabei, Paul. Sil. 30 (V, 286) von Eros λάβρον ἐπαιγίζων; Opp. von einem Flusse, ἐν πεδίοισι, durch das Gefilde hinbrausen, Cyn. 2, 125, vom Delphin, πόντον ἐπαιγίζει, durchstürmt das Meer, Hal. 2, 583.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπαιγίσω;
s'élancer avec impétuosité sur ou dans.
Étymologie: ἐπί, αἰγίς.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαιγίζω: бешено устремляться (ср. ἐπαιγίζων).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαιγίζω: (αἰγὶς) ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω, δὶς παρ’ Ὁμήρῳ, ἐπὶ θυελλώδους ἀνέμου, ζέφυρος... λάβρος ἐπαιγίζων Ἰλ. Β. 148· οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι’ αἰθέρος Ὀδ. Ο. 293· οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, λάβρον ἐπαιγίζων Ἀνθ. Π. 5. 286· ― ἐπὶ ποταμοῦ πλημμυρήσαντος καὶ καταβαίνοντος μετὰ μεγάλης ὁρμῆς, αὐτὸς δ’ ἐν μεσάτοισιν ἐπαίγιζεν πεδίοισιν αἰὲν ἀεξόμενος Ὀππ. Κυνηγ. 2. 125· μετ’ αἰτ., πόντον ἐπαιγίζει, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, ὁ αὐτὸς ἐν Ἁλ. 2. 583. ― Πρβλ. καταιγίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαιγίζοντα· σφοδρότερον πνέοντα· καταιγίδες γὰρ αἱ τῶν ἀνέμων ἐμβολαί», καὶ «ἐπαιγίζων· ἐπικαταιγίζων, τουτέστι ἐπιπίπτων».
English (Autenrieth)
(αἰγίς): rush on, of winds, Il. 2.148, Od. 15.293.
Greek Monolingual
(Α)
1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώ («οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος», Ομ. Οδ.)
2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα
3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά
4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με σφοδρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιγίζω (< αιγίς) «σχίζω στα δύο»].
Greek Monotonic
ἐπαιγίζω: μέλ. -σω (αἰγίς II), ορμώ, ξεσπώ με μανία, λέγεται για θυελλώδη άνεμο, σε Όμηρ.
Middle Liddell
fut. σω αἰγίς II]
to rush furiously upon, of a stormy wind, Hom.