βραβεύς: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰβεύς:''' -έως, ὁ, αιτ. ενικ. <i>βραβῆ</i>, Αττ. πληθ. <i>βραβῆς</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δικαστής]], [[κριτής]] που απονέμει τα έπαθλα στους αγώνες, Λατ. [[arbiter]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαιτητής]], [[κριτής]], σε Ευρ.· αργότερα, [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]], σε Αισχύλ.· [[συγγραφέας]], σε Ευρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''βρᾰβεύς:''' -έως, ὁ, αιτ. ενικ. <i>βραβῆ</i>, Αττ. πληθ. <i>βραβῆς</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[δικαστής]], [[κριτής]] που απονέμει τα έπαθλα στους αγώνες, Λατ. [[arbiter]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[διαιτητής]], [[κριτής]], σε Ευρ.· αργότερα, [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]], σε Αισχύλ.· [[συγγραφέας]], σε Ευρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰβεύς:''' έως<br /><b class="num">1)</b> ὁ; 1.1) распорядитель или судья на состязаниях: β. ἄθλων Soph., Plat. назначающий награды на состязаниях; 1.2) третейский судья, посредник, арбитр (λόγου δίκης Eur.); 1.3) предводитель, начальник (ἵππου Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> ἡ виновница, зачинщица (τῶν ἐν Ἰλίῳ μόχθων, sc. [[Ἑλένη]] Eur.).
}}
}}