ὑπερίστωρ: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που γνωρίζει [[πολύ]] [[καλά]], με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπερίστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που γνωρίζει [[πολύ]] [[καλά]], με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίστωρ:''' ορος adj. отлично знающий: [[κἀγὼ]] τοῦδ᾽ [[ἴστωρ]], ὑ. Soph. я сама это знаю и знаю слишком хорошо.
}}
}}