ἀθώπευτος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀθώπευτος:''' -ον ([[θωπεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακολάκευτος]], [[χωρίς]] [[κολακεία]]· <i>τῆς ἐμῆς γλώσσης</i>, από τη [[γλώσσα]] μου, από το [[στόμα]] μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κολακεύει, [[σκληρός]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀθώπευτος:''' -ον ([[θωπεύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ακολάκευτος]], [[χωρίς]] [[κολακεία]]· <i>τῆς ἐμῆς γλώσσης</i>, από τη [[γλώσσα]] μου, από το [[στόμα]] μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κολακεύει, [[σκληρός]], [[απότομος]], [[τραχύς]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀθώπευτος:''' <b class="num">1)</b> не слышащий лести: ἀθώπευτὁν σε γλώσσης [[ἀφήσω]] τῆς ἐμῆς Eur. мой язык не будет льстить тебе (или раболепствовать перед тобой);<br /><b class="num">2)</b> не слушающий лести, т. е. неумолимый, неукротимый ([[θήρ]] Anth.).
}}
}}