ἀθώπευτος
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
ἀθώπευτον,
A unflattered, without flattery, τῆς ἐμῆς γλώσσης from my tongue, E.Andr.459.
2 not open to flattery, δίκαι Lyc.1399, cf. Nic. Dam.p.144 D.
II Act., not flattering, Telesp.44.8H.; hence, rough, rude, θήρ AP6.168 (Paul.Sil.); συρίγματα, of the Python, Pae.Delph.20; ἀδροσίη POxy.1796.17.
III Adv. ἀθωπεύτως = without flattery, Them.Or.15.193d.
Spanish (DGE)
-ον
I no halagado, no adulado c. gen. ἀ. τῆς ἐμῆς γλώσσης no halagado por mi lengua E.Andr.459.
II 1que no cede a la adulación, al halago δίκαι Lyc.1399, ὑπηρέτις Arsameia 232 (I a.C.), de Dios, Gr.Nyss.Or.Dom.60.25.
2 fig. desabrido de un jabalí AP 6.168 (Paul.Sil.), de la falta de rocío ἀθωπεύτῳ τε γέγηθεν ἀδροσίῃ se goza de la urgente necesidad del rocío, GDRK 60.2.17.
III que no es adulador, no complaciente εἶναι ἀθώπευτον καὶ ἀκολάκευτον Teles 4.44
•fig. nada halagüeño γλυφίδες SEG 21.768 (Atenas IV d.C.).
IV adv. ἀθωπεύτως = sin adulación, sin halagos, IMEG 168.34 (Talmis, imper.), Sch.Er.Il.9.559, Them.Or.15.193d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non caressé, non flatté;
2 qui ne flatte pas ; rude, dur.
Étymologie: ἀ, θωπεύω.
German (Pape)
nicht durch Schmeicheleien zu besänftigen, τῆς γλώσσης, meiner Zunge, Eur. Andr. 460; vom κάπρος Paul.Sil. 44 (VI.168). – Teles beim Stob. flor. 97.31 a.E., neben ἀκολάκευτος, act., der nicht schmeichelt.
Russian (Dvoretsky)
ἀθώπευτος:
1 не слышащий лести: ἀθώπευτὁν σε γλώσσης ἀφήσω τῆς ἐμῆς Eur. мой язык не будет льстить тебе (или раболепствовать перед тобой);
2 не слушающий лести, т. е. неумолимый, неукротимый (θήρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀθώπευτος: -ον, = ἀκολάκευτος, ἄνευ κολακείας, τῆς ἐμῆς γλώσσης, ἐκ μέρους τῆς γλώσσης μου. Εὐρ. Ἀνδρ. 460. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ κολακεύων, Τέλης παρὰ Στοβ. 524, ἐν τέλ.: ἐντεῦθεν, τραχύς, σκληρός, ἀπότομος, Ἀνθ. Π. 6, 168.
Greek Monotonic
ἀθώπευτος: -ον (θωπεύω),
I. ακολάκευτος, χωρίς κολακεία· τῆς ἐμῆς γλώσσης, από τη γλώσσα μου, από το στόμα μου, σε Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν κολακεύει, σκληρός, απότομος, τραχύς, σε Ανθ.
Middle Liddell
θωπεύω
I. not flattered, without flattery, τῆς ἐμῆς γλώσσης from my tongue, Eur.
II. act. not flattering, discourteous, Anth.