ἀκοίτης: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκοίτης:''' -ουὁ (α αθροιστικό [[κοίτη]], πρβλ. [[ἄλοχος]]), [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]]· και θηλ. [[ἄκοιτις]], <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i>, [[σύζυγος]], [[γυναίκα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀκοίτης:''' -ουὁ (α αθροιστικό [[κοίτη]], πρβλ. [[ἄλοχος]]), [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]]· και θηλ. [[ἄκοιτις]], <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i>, [[σύζυγος]], [[γυναίκα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκοίτης:''' ου ὁ муж, супруг Hom., Pind., Soph., Eur.
}}
}}