Anonymous

ἀκοίτης: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκοίτης]], ο (θηλ. [[ἄκοιτις]], -ιος) (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κοίτη]], το ίδιο [[κρεβάτι]] με άλλον, [[ομόκλινος]], [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] «[[κλίνη]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[ἄλοχος]].
|mltxt=[[ἀκοίτης]], ο (θηλ. [[ἄκοιτις]], -ιος) (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κοίτη]], το ίδιο [[κρεβάτι]] με άλλον, [[ομόκλινος]], [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- αθροιστ. <span style="color: red;">+</span> [[κοίτη]] «[[κλίνη]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[ἄλοχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκοίτης:''' -ουὁ (α αθροιστικό [[κοίτη]], πρβλ. [[ἄλοχος]]), [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]]· και θηλ. [[ἄκοιτις]], <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i>, [[σύζυγος]], [[γυναίκα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}