διακύπτω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διακύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκύβω]] και σέρνομαι μέσα από ένα στενό [[μέρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκύβω]] για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''διακύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκύβω]] και σέρνομαι μέσα από ένα στενό [[μέρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκύβω]] για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διακύπτω:''' <b class="num">1)</b> высовываться в окно Arph.;<br /><b class="num">2)</b> выглядывать наружу (διακεκυφότες πρὸς τὰς εἰσόδους Xen. - v. l. διακεκοφότες): διακύψας διὰ τῆς γοργύρης Her. выглянув в окошко тюрьмы.
}}
}}