Anonymous

διακύπτω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διακύπτω]] (Α) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] σκύβοντας<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να δω.
|mltxt=[[διακύπτω]] (Α) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] σκύβοντας<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να δω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκύβω]] και σέρνομαι μέσα από ένα στενό [[μέρος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[σκύβω]] για να κρυφοκοιτάξω, σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
}}