ἀντωπός: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντωπός:''' -όν (ὤψ), με τα μάτια αντικριστά, αυτός που ατενίζει κατά [[πρόσωπο]], σε Λουκ., Ανθ.
|lsmtext='''ἀντωπός:''' -όν (ὤψ), με τα μάτια αντικριστά, αυτός που ατενίζει κατά [[πρόσωπο]], σε Λουκ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντωπός:''' обращенный прямо вперед: ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισί τινος ἔρωτα [[δοῦναι]] Eur. внушить кому-л. любовь; τὰ ἀντωπά Luc. передняя часть; ἀ. βλέψαι Anth. глядеть в упор.
}}
}}