ἀντωπός

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωπός Medium diacritics: ἀντωπός Low diacritics: αντωπός Capitals: ΑΝΤΩΠΟΣ
Transliteration A: antōpós Transliteration B: antōpos Transliteration C: antopos Beta Code: a)ntwpo/s

English (LSJ)

ἀντωπόν, (ὤψ)
A with the eyes front, facing, ἀντωπὰ βλέφαρα E.IA564; ἀντωπὸς βλέψαι AP12.196 (Strat.); τῆς ὄψεως ἀντωπά front parts of the face, Luc.Im.6; opposite, AP10.14 (Agath.); full in the face, βέλος APl.4.134 (Mel.); of an eagle, ἀ. ἁλίω Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
2 like, Opp.H.5.7.

Spanish (DGE)

-όν
I 1que mira de frente βλέφαρα E.IA 584, ἀντωπὸς βλέψαι ... οὐ δύναμαι AP 12.196 (Strat.) c. gen. ἁλίω de un águila, Ecphant.80.8
subst. τῆς ὄψεως ἀντωπά partes frontales de la cara Luc.Im.6.
2 que está en frente θάλασσα AP 10.14 (Agath.)
c. gen. νύμφης ἑζομένης ἀντωπός situado enfrente de la doncella sentada Nonn.D.3.232.
3 fig. semejante μακάρεσσι Opp.H.5.6.
II clavado en la cara βέλος AP 16.134 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 265] (ὤψ), mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend, ἀντωπὰ βλέφαρα Eur. I. A. 584; ἀντωπὸς βλέψας Strat. 38 (XII, 196); ὅσα τῆς ὄψεως ἀντωπά, die Teile des Gesichts von vorn, Luc. Imagg. 6; übh. entgegen, θάλασσα ἀντωπὸς πρὸς βάθος εἰσάγεται Agath. 57 (X, 14); vgl. Mel. 117 (Plan. 134); dah. ἀντ. μακάρεσσι γένος, ähnlich, Opp. Hal. 5, 7. – Adv. ἀντωπόν = ἀντικρύ, Suid.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui regarde en face ; placé en face.
Étymologie: ἀντί, ὤψ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντωπός: обращенный прямо вперед: ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισί τινος ἔρωτα δοῦναι Eur. внушить кому-л. любовь; τὰ ἀντωπά Luc. передняя часть; ἀ. βλέψαι Anth. глядеть в упор.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωπός: -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ πρόσωπον, ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ ἔμπροσθεν μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: ἐναντίος, ἀπέναντι, ἔμπαλιν ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - ὡσαύτως, ὅμοιος, ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀντωπός· λαμπρός, ἀντίος, τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ἀντωπός, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον
2. όμοιος
3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό μέρος του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπός < -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀντωπός: -όν (ὤψ), με τα μάτια αντικριστά, αυτός που ατενίζει κατά πρόσωπο, σε Λουκ., Ανθ.

Middle Liddell

[ὤψ]
with the eyes opposite, facing, fronting, Luc., Anth.