χόριον: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χόρῐον:''' τό, μεμβράνη που καλύπτει το [[έμβρυο]], πλακούντας, Λατ. [[secundae]]· πληθ., <i>χόρια</i>, <i>τά</i>, [[γεύμα]] που φτιάχνεται από πλακούντα γεμισμένο με [[μέλι]] και [[γάλα]], είδος πατσά, σε Αριστοφ.· παροιμ., <i>χαλεπὸν χορίω</i> (Δωρ. γεν.) [[κύνα]] γεῦσαι, «μην αφήνεις το [[σκύλο]] να συνηθίσει στο [[αλεύρι]]», σε Θεόκρ. (πρβλ. Ορατίου [[canis]] a corio [[nunquam]] absterrebitur uncto).
|lsmtext='''χόρῐον:''' τό, μεμβράνη που καλύπτει το [[έμβρυο]], πλακούντας, Λατ. [[secundae]]· πληθ., <i>χόρια</i>, <i>τά</i>, [[γεύμα]] που φτιάχνεται από πλακούντα γεμισμένο με [[μέλι]] και [[γάλα]], είδος πατσά, σε Αριστοφ.· παροιμ., <i>χαλεπὸν χορίω</i> (Δωρ. γεν.) [[κύνα]] γεῦσαι, «μην αφήνεις το [[σκύλο]] να συνηθίσει στο [[αλεύρι]]», σε Θεόκρ. (πρβλ. Ορατίου [[canis]] a corio [[nunquam]] absterrebitur uncto).
}}
{{elru
|elrutext='''χόριον:''' τό<b class="num">1)</b> анат. послед Arst.;<br /><b class="num">2)</b> оболочка, перепонка (τοῦ [[ᾠοῦ]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> pl. потроха (блюдо из потрохов с молоком и медом) Arph.: χαλεπὸν χορίω [[κύνα]] γεῦσαι погов. Theocr. опасно, когда собака отведает потрохов (так как сама станет поедать пойманную дичь), т. е. не следует потворствовать дурным привычкам.
}}
}}