Anonymous

χόριον: Difference between revisions

From LSJ
6
(eksahir)
(6)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[placenta]]
|esgtx=[[placenta]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''χόρῐον:''' τό, μεμβράνη που καλύπτει το [[έμβρυο]], πλακούντας, Λατ. [[secundae]]· πληθ., <i>χόρια</i>, <i>τά</i>, [[γεύμα]] που φτιάχνεται από πλακούντα γεμισμένο με [[μέλι]] και [[γάλα]], είδος πατσά, σε Αριστοφ.· παροιμ., <i>χαλεπὸν χορίω</i> (Δωρ. γεν.) [[κύνα]] γεῦσαι, «μην αφήνεις το [[σκύλο]] να συνηθίσει στο [[αλεύρι]]», σε Θεόκρ. (πρβλ. Ορατίου [[canis]] a corio [[nunquam]] absterrebitur uncto).
}}
}}