3,277,301
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγρότερος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἄγριος]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άγριος]], λέγεται για τα ζώα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται και για χωρικούς, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για φυτά, [[άγριος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ἄγρα]]) αυτός που αγαπά το [[κυνήγι]]· <i>Ἀγροτέρα</i>, η Κυνηγός, δηλ. η Άρτεμη, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀγρότερος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἄγριος]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άγριος]], λέγεται για τα ζώα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται και για χωρικούς, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για φυτά, [[άγριος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ἄγρα]]) αυτός που αγαπά το [[κυνήγι]]· <i>Ἀγροτέρα</i>, η Κυνηγός, δηλ. η Άρτεμη, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγρότερος:''' <b class="num">I</b> 3 полевой, степной, дикий (ἡμίονοι, αἶγες, [[σῦς]], [[ἔλαφος]] Hom.; [[λέων]] Pind.; θηρία Theocr.; [[ἐλαία]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ поселянин, крестьянин Anth. | |||
}} | }} |