Anonymous

ἀγρότερος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγρότερος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἄγριος]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άγριος]], λέγεται για τα ζώα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται και για χωρικούς, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για φυτά, [[άγριος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ἄγρα]]) αυτός που αγαπά το [[κυνήγι]]· <i>Ἀγροτέρα</i>, η Κυνηγός, δηλ. η Άρτεμη, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀγρότερος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἄγριος]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άγριος]], λέγεται για τα ζώα, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται και για χωρικούς, σε Ανθ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για φυτά, [[άγριος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ἄγρα]]) αυτός που αγαπά το [[κυνήγι]]· <i>Ἀγροτέρα</i>, η Κυνηγός, δηλ. η Άρτεμη, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγρότερος:''' <b class="num">I</b> 3 полевой, степной, дикий (ἡμίονοι, αἶγες, [[σῦς]], [[ἔλαφος]] Hom.; [[λέων]] Pind.; θηρία Theocr.; [[ἐλαία]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ поселянин, крестьянин Anth.
}}
}}