ἐπικεράννυμι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικεράννῡμι:''' μέλ. <i>-κεράσω</i>, απαρ. αορ. αʹ -[[κρῆσαι]] (Επικ. αντί <i>-κεράσαι</i>)· [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]] συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπικεράννῡμι:''' μέλ. <i>-κεράσω</i>, απαρ. αορ. αʹ -[[κρῆσαι]] (Επικ. αντί <i>-κεράσαι</i>)· [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]] συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικεράννῡμι:''' (inf. aor. [[ἐπικρῆσαι]]) примешивать, подмешивать: ἐ. [[οἶνον]] Hom. разбавлять вино (водой).
}}
}}