3,273,446
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. <i>-νως</i>, με το ίδιο του το [[χέρι]], σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ [[αὐτοκτόνος]], λέγεται για τη [[Μήδεια]] που σκότωσε τα [[παιδιά]] της, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλληλοκτόνος]], σε Αισχύλ.· [[θάνατος]] [[αὐτοκτόνος]], ο [[αμοιβαίος]] [[θάνατος]] του καθενός από το [[χέρι]] του άλλου, στον ίδ. | |lsmtext='''αὐτοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. <i>-νως</i>, με το ίδιο του το [[χέρι]], σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ [[αὐτοκτόνος]], λέγεται για τη [[Μήδεια]] που σκότωσε τα [[παιδιά]] της, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλληλοκτόνος]], σε Αισχύλ.· [[θάνατος]] [[αὐτοκτόνος]], ο [[αμοιβαίος]] [[θάνατος]] του καθενός από το [[χέρι]] του άλλου, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτοκτόνος:''' <b class="num">1)</b> убивающий своих ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Aesch., Anth. = [[αὐτόκτονος]]. | |||
}} | }} |