Anonymous

αὐτοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[αὐτοκτόνος]], -ον)<br />αυτός τερματίζει [[μόνος]] βίαια τη ζωή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἄνδρες τεθνᾱσιν ἐκ χειρών αὐτοκτόνων» — σκότωσαν ο [[ένας]] τον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αὐτοκτόνα δῶρα» — δώρα που φέρνουν θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αδελφοκτόνος]], [[ανδροκτόνος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-ο (Α [[αὐτοκτόνος]], -ον)<br />αυτός τερματίζει [[μόνος]] βίαια τη ζωή του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἄνδρες τεθνᾱσιν ἐκ χειρών αὐτοκτόνων» — σκότωσαν ο [[ένας]] τον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αὐτοκτόνα δῶρα» — δώρα που φέρνουν θάνατο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αδελφοκτόνος]], [[ανδροκτόνος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. <i>-νως</i>, με το ίδιο του το [[χέρι]], σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ [[αὐτοκτόνος]], λέγεται για τη [[Μήδεια]] που σκότωσε τα [[παιδιά]] της, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλληλοκτόνος]], σε Αισχύλ.· [[θάνατος]] [[αὐτοκτόνος]], ο [[αμοιβαίος]] [[θάνατος]] του καθενός από το [[χέρι]] του άλλου, στον ίδ.
}}
}}