ἄξιος: Difference between revisions

1,997 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄξιος:''' -ία, -ιον ([[ἄγω]] I<b>V</b>),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ζυγίζει ισάξια, ο ίσης αξίας, [[ισάξιος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος</i>, δεν αξίζουμε όσο [[ένας]] Έκτορας, σε Ομήρ. Ιλ.· πάντων ἄξιον [[ἦμαρ]], Λατ. [[instar]] omnium, στο ίδ.· [[πολλοῦ]] [[ἄξιος]], αυτός που αξίζει [[πολύ]], σε Ξεν.· <i>πλείστου ἄξιον</i>, quantivis petii, σε Θουκ.· ομοιως, <i>παντὸς τοῦ παντὸς ἄξιον</i>, σε Πλάτ.· λόγου [[ἄξιος]] = [[ἀξιόλογος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς αυτά είναι το <i>οὐδενὸς ἄξ</i>., σε Θέογν.· <i>ὀλίγου</i>, <i>σμικροῦ ἄξ</i>., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., <i>σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς</i>, αξίζει [[αμοιβή]] σε εσένα, δηλ. θα [[σου]] αποδοθεί [[αντάλλαγμα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[πολλοῦ]] ή <i>πλείστου ἄξιον εἶναί τινι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., <b>α)</b> [[αξιόλογος]], [[έξοχος]], λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στην Αττ. έχει μερικές φορές αντίθετη [[σημασία]], στοιχειώδους [[τιμής]], φθηνό, σε Αριστοφ. <b>β)</b> λέγεται για πράγματα, [[αντάξιος]], [[άξιος]], [[δίκη]], σε Σοφ.· [[χάρις]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[επαρκής]] για, με γεν., σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[άξιος]] για, με γεν. πράγμ., <i>φυγῆς</i>, <i>γέλωτος</i>, σε Ευρ.· με γεν. προσ., ποιεῖν ἄξια [[οὔτε]] [[ὑμῶν]] [[οὔτε]] πατέρων, σε Θουκ.· με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ., ἡμῖνδ' Ἀχιλλεὺς [[ἄξιος]] [[τιμῆς]], είναι [[άξιος]] να τον τιμούμε, σε Ευρ.· πολλῶν ἀγαθῶν [[ἄξιος]] [[ὑμῖν]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[πεφάσθαι]] [[ἄξιος]], [[άξιος]] για να σκοτωθει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄξιός εἰμι πληγὰς [[λαβεῖν]], ειμαι [[άξιος]] να με μαστιγώσουν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἄξιόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι [[πρέπον]], [[δέον]], αρμόζον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· με δοτ. προσ. και απαρ., <i>τῇ πόλει ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα</i>, είναι [[πρέπον]] για την πόλη, είναι [[καθήκον]] της να συλλάβει τον άνδρα, σε Αριστοφ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, <i>ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι</i>, είναι [[σύμφωνο]] στα μάτια της Ελλάδας (έτσι να πράξει), στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ἀξίως]], με γεν., άξια, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄξιος:''' -ία, -ιον ([[ἄγω]] I<b>V</b>),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ζυγίζει ισάξια, ο ίσης αξίας, [[ισάξιος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος</i>, δεν αξίζουμε όσο [[ένας]] Έκτορας, σε Ομήρ. Ιλ.· πάντων ἄξιον [[ἦμαρ]], Λατ. [[instar]] omnium, στο ίδ.· [[πολλοῦ]] [[ἄξιος]], αυτός που αξίζει [[πολύ]], σε Ξεν.· <i>πλείστου ἄξιον</i>, quantivis petii, σε Θουκ.· ομοιως, <i>παντὸς τοῦ παντὸς ἄξιον</i>, σε Πλάτ.· λόγου [[ἄξιος]] = [[ἀξιόλογος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· αντίθ. προς αυτά είναι το <i>οὐδενὸς ἄξ</i>., σε Θέογν.· <i>ὀλίγου</i>, <i>σμικροῦ ἄξ</i>., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ., <i>σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς</i>, αξίζει [[αμοιβή]] σε εσένα, δηλ. θα [[σου]] αποδοθεί [[αντάλλαγμα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[πολλοῦ]] ή <i>πλείστου ἄξιον εἶναί τινι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., <b>α)</b> [[αξιόλογος]], [[έξοχος]], λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· στην Αττ. έχει μερικές φορές αντίθετη [[σημασία]], στοιχειώδους [[τιμής]], φθηνό, σε Αριστοφ. <b>β)</b> λέγεται για πράγματα, [[αντάξιος]], [[άξιος]], [[δίκη]], σε Σοφ.· [[χάρις]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> [[επαρκής]] για, με γεν., σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[άξιος]] για, με γεν. πράγμ., <i>φυγῆς</i>, <i>γέλωτος</i>, σε Ευρ.· με γεν. προσ., ποιεῖν ἄξια [[οὔτε]] [[ὑμῶν]] [[οὔτε]] πατέρων, σε Θουκ.· με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ., ἡμῖνδ' Ἀχιλλεὺς [[ἄξιος]] [[τιμῆς]], είναι [[άξιος]] να τον τιμούμε, σε Ευρ.· πολλῶν ἀγαθῶν [[ἄξιος]] [[ὑμῖν]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[πεφάσθαι]] [[ἄξιος]], [[άξιος]] για να σκοτωθει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄξιός εἰμι πληγὰς [[λαβεῖν]], ειμαι [[άξιος]] να με μαστιγώσουν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἄξιόν</i> (<i>ἐστι</i>), είναι [[πρέπον]], [[δέον]], αρμόζον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· με δοτ. προσ. και απαρ., <i>τῇ πόλει ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν ἄνδρα</i>, είναι [[πρέπον]] για την πόλη, είναι [[καθήκον]] της να συλλάβει τον άνδρα, σε Αριστοφ.· το απαρ. μερικές φορές παραλείπεται, <i>ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι</i>, είναι [[σύμφωνο]] στα μάτια της Ελλάδας (έτσι να πράξει), στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. [[ἀξίως]], με γεν., άξια, σε Ηρόδ.· απόλ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄξιος:''' <b class="num">1)</b> стоящий, ценою в ([[λέβης]] [[βοός]] ἄ. Hom.; στολὴ [[πολλοῦ]] χρυσοῦ [[ἀξία]] Xen.): [[πολλοῦ]] ἄξιον νομίζειν τι Plut. высоко ценить что-л.;<br /><b class="num">2)</b> достойный, заслуживающий (τινος Hom., Eur. etc.): [[πεφάσθαι]] ἄ. [[ἀντί]] τινος Hom. достойный отдать жизнь за кого-л.; ἄξια δράσας, ἄξια πάσχων Aesch. понеся кару, равную преступлению; οὐ συμβαλέειν ἄ. περί τινος Her. не идущий ни в какое сравнение относительно чего-л.; ἄ. θαυμάσαι Thuc. достойный удивления; τί δ᾽ ἄξιόν μοι τῆσδε τυγχάνει φυγῆς; Eur. чем заслужил(а) я это изгнание?; ἀκούσατε καὶ γὰρ ἄξιον Xen. послушайте, это стоит того (чтобы быть выслушанным);<br /><b class="num">3)</b> достойный, заслуженный ([[δίκη]] Soph., Xen.; [[χάρις]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> ценный, дорогой (δῶρα Hom.);<br /><b class="num">5)</b> высокий, значительный ([[ὦνος]], [[ἄποινα]] Hom.);<br /><b class="num">6)</b> достойный, почтенный, уважаемый ([[ἄνδρες]] Her.);<br /><b class="num">7)</b> соответствующий, достаточный (ἄξια τοῦ πολέμου χρήματα Dem.);<br /><b class="num">8)</b> равный по достоинству или званию (οἱ ἑωϋτοῦ ἄξιοι Her.);<br /><b class="num">9)</b> сходный по цене, дешевый (ἀξιώτερον τὸν [[σῖτον]] ὠνεῖσθαι Lys.; ἄξια [[ταῦτα]] ὠνήσω Luc.).
}}
}}