διαστίλβω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαστίλβω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στίλβω]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]], [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]] [[ανάμεσα]] από, σε Αριστοφ., Ανθ.
|lsmtext='''διαστίλβω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στίλβω]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]], [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]] [[ανάμεσα]] από, σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαστίλβω:''' <b class="num">1)</b> светиться, блестеть (πρὸς τὸν ἥλιον Arph.; τὸ [[χρυσίον]] διαστίλβει Plut.);<br /><b class="num">2)</b> просвечивать, виднеться (πλοκαμῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαι Anth.).
}}
}}