Anonymous

διαστίλβω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαστίλβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[αστραποβολώ]]<br /><b>2.</b> [[λάμπω]] δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... [[ὅμως]] διαστίλβει τὸ [[χρυσίον]]» — ο [[χρυσός]] αστράφτει [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] ανακατεμένος με [[χώμα]], <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[διαστίλβω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[απαστράπτω]], [[αστραποβολώ]]<br /><b>2.</b> [[λάμπω]] δια μέσου άλλου («συμπεφυρμένον γῇ... [[ὅμως]] διαστίλβει τὸ [[χρυσίον]]» — ο [[χρυσός]] αστράφτει [[ακόμη]] κι αν [[είναι]] ανακατεμένος με [[χώμα]], <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαστίλβω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στίλβω]], [[ακτινοβολώ]], [[αστράφτω]], [[λάμπω]], [[ακτινοβολώ]] [[ανάμεσα]] από, σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
}}