τροπή: Difference between revisions

1,753 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροπή:''' ἡ ([[τρέπω]]), [[γύρισμα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>τροπαὶ ἠελίοιο</i>, τα ηλιοστάσια, δηλ. τα χρονικά διαστήματα στα μέσα του καλοκαιριού και του χειμώνα, Λατ. [[solstitium]] και [[bruma]], όταν ο [[ήλιος]] φαίνεται να στρέφεται και να τέμνει την εκλειπτική [[τροχιά]]. Στον Ομηρ. οι <i>[[τροπαί]] ἠελίοιο</i>, δηλώνουν κάποιο [[σημείο]] στον ουρανό, πιθ. προς τα δυτικά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τροπαὶ θεριναί</i> και <i>χειμεριναί</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· όταν η [[λέξη]] <i>τροπαὶ</i> χρησιμοποιείται [[μόνη]] της, αναφέρεται [[κυρίως]] στο χειμερινό [[ηλιοστάσιο]], <i>περὶ ἡλίου τροπάς</i> (ενν. <i>χειμερινούς</i>), σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλαγή]], [[μετατροπή]] = [[μεταβολή]], σε Αισχίν., Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τροπαὶ λέξεως</i>, [[μεταβολή]] λόγου για σχήματα ή τρόπους (<i>τρόποι</i>), σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> τρέψιμο σε [[φυγή]], [[ήττα]] εχθρού, <i>τροπήν</i> (ή <i>τροπάς</i>) <i>τινος ποιεῖν</i> ή <i>ποιεῖσθαι</i>, [[τρέπω]] κάποιον σε [[φυγή]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τροπὴ γίγνεται</i>, σε Ηρόδ.· ἐν τροπῇ [[δορός]], κατά την [[ήττα]] την οποία επιφέρει το [[δόρυ]], σε Σοφ.
|lsmtext='''τροπή:''' ἡ ([[τρέπω]]), [[γύρισμα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> <i>τροπαὶ ἠελίοιο</i>, τα ηλιοστάσια, δηλ. τα χρονικά διαστήματα στα μέσα του καλοκαιριού και του χειμώνα, Λατ. [[solstitium]] και [[bruma]], όταν ο [[ήλιος]] φαίνεται να στρέφεται και να τέμνει την εκλειπτική [[τροχιά]]. Στον Ομηρ. οι <i>[[τροπαί]] ἠελίοιο</i>, δηλώνουν κάποιο [[σημείο]] στον ουρανό, πιθ. προς τα δυτικά, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τροπαὶ θεριναί</i> και <i>χειμεριναί</i>, σε Ηρόδ., Αττ.· όταν η [[λέξη]] <i>τροπαὶ</i> χρησιμοποιείται [[μόνη]] της, αναφέρεται [[κυρίως]] στο χειμερινό [[ηλιοστάσιο]], <i>περὶ ἡλίου τροπάς</i> (ενν. <i>χειμερινούς</i>), σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλαγή]], [[μετατροπή]] = [[μεταβολή]], σε Αισχίν., Πλούτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τροπαὶ λέξεως</i>, [[μεταβολή]] λόγου για σχήματα ή τρόπους (<i>τρόποι</i>), σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> τρέψιμο σε [[φυγή]], [[ήττα]] εχθρού, <i>τροπήν</i> (ή <i>τροπάς</i>) <i>τινος ποιεῖν</i> ή <i>ποιεῖσθαι</i>, [[τρέπω]] κάποιον σε [[φυγή]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τροπὴ γίγνεται</i>, σε Ηρόδ.· ἐν τροπῇ [[δορός]], κατά την [[ήττα]] την οποία επιφέρει το [[δόρυ]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τροπή:''' дор. [[τροπά]] (ᾱ) ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> поворот: τροπαὶ ἠελίοιο Hom. поворотный пункт солнца, т. е. крайний запад; τροπαὶ ἡλίου αἱ ἐκ θέρους εἰς χειμῶνα Plat. поворот солнца от лета к зиме; τροπαὶ ἡλίου θεριναί (χειμεριναί) Polyb. летний (зимний) солнцеворот; περὶ (ἡλίου) τροπάς Thuc., Arst. приблизительно во время солнцестояния; τῶν ἄστρων τροπαί Plat. обороты звезд; ἐν μάχης τροπῇ Aesch. в поворотный момент битвы, т. е. когда враг дрогнет;<br /><b class="num">2)</b> перен. поворот, перемена: ἡ περὶ τὸν ἀέρα τ. Plut. перемена погоды; [[πνεῦμα]] τροπὰς λαμβάνει Plut. ветер меняет направление; τ. γνώμης Plut. перемена мнения (намерения); τροπαὶ (ἀπὸ) τῆς τύχης Plut., Luc. превратности судьбы; τροπαὶ ὄνων Plut. прокисание вин;<br /><b class="num">3)</b> обращение в бегство: ἰδὼν τροπὴν τῶν [[ἑωυτοῦ]] γινομένην Her. видя, что его (войска) обратились в бегство; τροπήν τινος ποιεῖν или ποιεῖσθαι Her., Thuc., Xen. обращать кого-л. в бегство;<br /><b class="num">4)</b> рит. оборот (речи), троп (τροπαὶ λεξεως Luc.).
}}
}}