σιτοφάγος: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοφάγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει [[δημητριακά]] ή [[ψωμί]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''σῑτοφάγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει [[δημητριακά]] ή [[ψωμί]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοφάγος:''' (ᾰ) питающийся хлебом Hom., Her. etc.
}}
}}