Anonymous

σιτοφάγος: Difference between revisions

From LSJ
6
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σιτοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σιτηφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει [[σιτάρι]] (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέφεται με [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[σιτοφάγος]], -ον, ΝΑ, και [[σιτηφάγος]], -ον, Α<br />αυτός που τρώει [[σιτάρι]] (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέφεται με [[ψωμί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σῑτοφάγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που τρώει [[δημητριακά]] ή [[ψωμί]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
}}
}}