3,274,873
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰκία:''' [ῑ], ἡ, Αττ. αντί Ιων. [[ἀεικείη]] (βλ. αυτ.), άδικη [[μεταχείριση]], [[απρεπής]] [[μεταχείριση]], [[προσβολή]], [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους πεζογράφους [[κυρίως]] ως [[δικανικός]] όρος, αἰκίας [[δίκη]], ιδιωτική [[καταγγελία]] για [[επίθεση]], [[προσβολή]], λιγότερο σημαντική από [[εκείνη]] που αφορούσε στην <i>ὕβριν</i>, σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''αἰκία:''' [ῑ], ἡ, Αττ. αντί Ιων. [[ἀεικείη]] (βλ. αυτ.), άδικη [[μεταχείριση]], [[απρεπής]] [[μεταχείριση]], [[προσβολή]], [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους πεζογράφους [[κυρίως]] ως [[δικανικός]] όρος, αἰκίας [[δίκη]], ιδιωτική [[καταγγελία]] για [[επίθεση]], [[προσβολή]], λιγότερο σημαντική από [[εκείνη]] που αφορούσε στην <i>ὕβριν</i>, σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰκία:''' (κῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. жестокое обращение, истязание, насилие, избиение Aesch., Soph., Plat.: ὁ τῆς αἰκίας [[νόμος]] Dem. закон о нанесении побоев;<br /><b class="num">2)</b> бедствие, несчастье Thuc. | |||
}} | }} |