Anonymous

αἰκία: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰκία:''' [ῑ], ἡ, Αττ. αντί Ιων. [[ἀεικείη]] (βλ. αυτ.), άδικη [[μεταχείριση]], [[απρεπής]] [[μεταχείριση]], [[προσβολή]], [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους πεζογράφους [[κυρίως]] ως [[δικανικός]] όρος, αἰκίας [[δίκη]], ιδιωτική [[καταγγελία]] για [[επίθεση]], [[προσβολή]], λιγότερο σημαντική από [[εκείνη]] που αφορούσε στην <i>ὕβριν</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''αἰκία:''' [ῑ], ἡ, Αττ. αντί Ιων. [[ἀεικείη]] (βλ. αυτ.), άδικη [[μεταχείριση]], [[απρεπής]] [[μεταχείριση]], [[προσβολή]], [[βλάβη]], [[κακοποίηση]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> στους πεζογράφους [[κυρίως]] ως [[δικανικός]] όρος, αἰκίας [[δίκη]], ιδιωτική [[καταγγελία]] για [[επίθεση]], [[προσβολή]], λιγότερο σημαντική από [[εκείνη]] που αφορούσε στην <i>ὕβριν</i>, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰκία:''' (κῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. жестокое обращение, истязание, насилие, избиение Aesch., Soph., Plat.: ὁ τῆς αἰκίας [[νόμος]] Dem. закон о нанесении побоев;<br /><b class="num">2)</b> бедствие, несчастье Thuc.
}}
}}