διαρτάζω: Difference between revisions

1b
(6_13b)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρτάζω''': μέλλ. -άσω, = τῷ ἑπομ.· μεταφ., [[λέγω]] διηγοῦμαι λεπτομερῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 333.
|lstext='''διαρτάζω''': μέλλ. -άσω, = τῷ ἑπομ.· μεταφ., [[λέγω]] διηγοῦμαι λεπτομερῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 333.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρτάζω:''' досл. расчленять, перен. подробно рассказывать (τοσαῦτα ἐξ [[ἐμοῦ]] διάρτασον Aesch.).
}}
}}