καλλίκερως: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίκερως:''' ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.
|lsmtext='''καλλίκερως:''' ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίκερως:''' adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами ([[ἔλαφος]], [[ταῦρος]] Anth.).
}}
}}