καλλίκερως
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
= καλλικέρας (with beautiful horns), ταῦρος, ἔλαφος, AP7.744 (D.L.), 9.603(Antip.).
II = τῆλις, Gal.12.426.
German (Pape)
[Seite 1310] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).
French (Bailly abrégé)
ω (ὁ, ἡ)
acc. ων;
aux belles cornes.
Étymologie: καλός, κέρας.
Russian (Dvoretsky)
καλλίκερως: adj. (gen. ω, acc. ων) с красивыми рогами (ἔλαφος, ταῦρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκερως: ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = αἰγόκερως, Γαλην. τ. 13. 355.
Greek Monolingual
ο, η (Α καλλίκερως)
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < κέρα-ος), πρβλ. ολιγόκερως ορθόκερως].
Greek Monotonic
καλλίκερως: ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.