οἰνοχοεύω: Difference between revisions

3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοχοεύω:''' μόνο στον ενεστ. [[οἰνοχοέω]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''οἰνοχοεύω:''' μόνο στον ενεστ. [[οἰνοχοέω]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοχοεύω:''' Hom. = [[οἰνοχοέω]].
}}
}}