Anonymous

οἰνοχοεύω: Difference between revisions

From LSJ
5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοχοεύω]] (Α) [[οινοχόος]]<br />[[οινοχοώ]].
|mltxt=[[οἰνοχοεύω]] (Α) [[οινοχόος]]<br />[[οινοχοώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοχοεύω:''' μόνο στον ενεστ. [[οἰνοχοέω]], σε Όμηρ.
}}
}}