μνηστήρ: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνηστήρ:''' ([[μνάομαι]]), Δωρ. μνᾱστήρ, -ῆρος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. <i>μνηστήρεσσι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιζητεί την [[εύνοια]] μιας γυναίκας, ο [[διεκδικητής]] της, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., παιδὸς ἐμῆς [[μνηστήρ]], σε Ηρόδ.· γάμων [[μνηστήρ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανακαλεί στη [[μνήμη]], που φέρνει στο νου, με γεν., σε Πίνδ.
|lsmtext='''μνηστήρ:''' ([[μνάομαι]]), Δωρ. μνᾱστήρ, -ῆρος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. <i>μνηστήρεσσι</i>·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που επιζητεί την [[εύνοια]] μιας γυναίκας, ο [[διεκδικητής]] της, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., παιδὸς ἐμῆς [[μνηστήρ]], σε Ηρόδ.· γάμων [[μνηστήρ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ανακαλεί στη [[μνήμη]], που φέρνει στο νου, με γεν., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνηστήρ:''' <b class="num">I</b> дор. [[μναστήρ]], ῆρος adj. помнящий, не забывающий (ἀγώνων, πολέμου Pind.).<br /><b class="num">II</b> дор. [[μναστήρ]], ῆρος ὁ искатель руки, претендент на руку (παιδὸς ἐμῆς Her.; Ἑλένης Thuc.): μ. γάμων Aesch. стремящийся сочетаться браком.
}}
}}