3,276,318
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνάχθομαι:''' μέλ. <i>-αχθέσομαι</i> και <i>-αχθεσθήσομαι</i>· ευκτ. αορ. αʹ <i>-αχθεσθείην</i>· αποθ., στενοχωρούμαι, θλίβομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, [[συμπονώ]] κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., για [[κάτι]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συνάχθομαι:''' μέλ. <i>-αχθέσομαι</i> και <i>-αχθεσθήσομαι</i>· ευκτ. αορ. αʹ <i>-αχθεσθείην</i>· αποθ., στενοχωρούμαι, θλίβομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, [[συμπονώ]] κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., για [[κάτι]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνάχθομαι:''' (fut. συναχθέσομαι и συναχθεσθήσομαι) разделять (чье-л.) горе, соболезновать: σ. τινι Her., Isocr., Dem., Arst., Plut.; соболезновать кому-л.; σ. τινι и ἐπί τινι Xen., Dem., Arst., Plut.; соболезновать в чем-л. | |||
}} | }} |