3,276,318
edits
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> θλίβομαι [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι [[σφάλμα]] προσπίπτη», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄχθομαι]] «στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> θλίβομαι [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον<br /><b>2.</b> θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι [[σφάλμα]] προσπίπτη», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄχθομαι]] «στενοχωριέμαι, [[υποφέρω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνάχθομαι:''' μέλ. <i>-αχθέσομαι</i> και <i>-αχθεσθήσομαι</i>· ευκτ. αορ. αʹ <i>-αχθεσθείην</i>· αποθ., στενοχωρούμαι, θλίβομαι μαζί ή από κοινού με κάποιον, [[συμπονώ]] κάποιον, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· με δοτ. πράγμ., για [[κάτι]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |