ἀνακαλύπτω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκαλύπτω]], <i>ἀν. λόγους</i>, [[μεταχειρίζομαι]] ελεύθερη γλώσα, [[μιλώ]] [[φανερά]], σε Ευρ. — Μέσ., αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για [[καλύπτρα]], αφαιρούμαι, αποτραβιέμαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνακᾰλύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκαλύπτω]], <i>ἀν. λόγους</i>, [[μεταχειρίζομαι]] ελεύθερη γλώσα, [[μιλώ]] [[φανερά]], σε Ευρ. — Μέσ., αποκαλύπτομαι, ξεσκεπάζομαι, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για [[καλύπτρα]], αφαιρούμαι, αποτραβιέμαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακᾰλύπτω:''' <b class="num">1)</b> снимать покров, обнажать, открывать (τι Plut.): βλεφάρων μὴ ἀνακαλυφθέντων Arst. не поднимая век; ἀ. τι πρός τινα Polyb. открыть (рассказать) что-л. кому-л.; ἀ. λόγους Eur. говорить откровенно;<br /><b class="num">2)</b> снимать с себя покров, открывать лицо Eur., med. Xen.
}}
}}