ἐπικαταλαμβάνω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[προφταίνω]], [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], <i>τινά</i>, σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπικαταλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[προφταίνω]], [[καταλαμβάνω]], [[κυριεύω]], <i>τινά</i>, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαταλαμβάνω:''' <b class="num">1)</b> догонять, настигать (τὰς ὑποφευγούσας [[ναῦς]] Thuc.; [[ὅταν]] ἄρκτοι ἐπιχαταλαμβάνωνται, ἐπὶ τὰ δένδρα ἀναπηδῶσιν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> застигать (τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης Diod.);<br /><b class="num">3)</b> постигать после (ἢ συγκαταλαμβάνεσθαί τινι ἢ ἐπικαταλαμβάνεσθαι Sext.).
}}
}}