ἐπικαταλαμβάνω

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαταλαμβάνω Medium diacritics: ἐπικαταλαμβάνω Low diacritics: επικαταλαμβάνω Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: epikatalambánō Transliteration B: epikatalambanō Transliteration C: epikatalamvano Beta Code: e)pikatalamba/nw

English (LSJ)

A follow and catch up, overtake, τὰς ναῦς Th.2.90; τινά Id.3.111, Plb.1.66.3, etc.; σελήνη ἥλιον ἐ. Pl.Ti.39c: abs., μεταξὺ δὲ ἁμέρα-λαμβάνει IG4.952.14 (Epid.):—Pass., Arist.HA611b33.
b. of fruit which forms before the last year's fruit is ripe, overtakes it, Thphr. HP 2.6.10.
2. fasten, bind on, κατάπλασμα ταινιδίῳ Gal.13.357.
3. Gramm. in Pass., of σημεῖα, to be understood after, S.E. M.8.166.

German (Pape)

[Seite 946] (s. λαμβάνω), nachgehen u. einholen, überraschen, ναῦς Thuc. 2, 90; ἐπειδὰν σελήνη ἥλιον ἐπικαταλάβῃ Plat. Tim. 39 c; vgl. Ath. XIV, 645 a; τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης, da die Nacht darüber hereinbrach, D. Sic. 18, 71; pass., Arist. H. A. 9, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

surprendre, atteindre, acc..
Étymologie: ἐπί, καταλαμβάνω.

Greek Monolingual

ἐπικαταλαμβάνω (AM)
ακολουθώντας κάτι το καταλαμβάνω, το προφθάνω
αρχ.
1. φθάνω στο ίδιο ύψος με κάτι που κινείται («ἐπειδάν σελήνη περιελθοῦσα τὸν ἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ», Πλάτ.)
2. δένω πάνω σε κάτι, περισφίγγω
3. γραμμ. παθ. επικαταλαμβάνομαι (για σημεία) είμαι καταληπτός
4. ανακαλύπτω
5. συνεχίζω να υπάρχω
6. έρχομαι, φθάνω, επέρχομαι
7. (για καρπό) σχηματίζομαι πριν ωριμάσει ο καρπός του περασμένου έτους.

Greek Monotonic

ἐπικαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, προφταίνω, καταλαμβάνω, κυριεύω, τινά, σε Θουκ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταλαμβάνω:
1 догонять, настигать (τὰς ὑποφευγούσας ναῦς Thuc.; ὅταν ἄρκτοι ἐπιχαταλαμβάνωνται, ἐπὶ τὰ δένδρα ἀναπηδῶσιν Arst.);
2 застигать (τῆς νυκτὸς ἐπικαταλαβούσης Diod.);
3 постигать после (ἢ συγκαταλαμβάνεσθαί τινι ἢ ἐπικαταλαμβάνεσθαι Sext.).

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to catch up, overtake, τινά Thuc., Plat.

Lexicon Thucydideum

assequi, to attain, obtain, 2.90.5, 3.111.2.