συγκλονέω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκλονέω:''' [[τινάζω]] μαζί, [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], συνταράζω, [[συγκλονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''συγκλονέω:''' [[τινάζω]] μαζί, [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], συνταράζω, [[συγκλονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλονέω:''' приводить в смятение, повергать в замешательство (sc. τοὺς Τρῶας Hom.; [[νέας]] Anth.).
}}
}}