3,273,831
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κομμωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον καλλωπισμό· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του καλλωπισμού, σε Πλάτ. | |lsmtext='''κομμωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον καλλωπισμό· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του καλλωπισμού, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κομμωτικός:''' служащий для украшения, украшающий ([[ἄσκησις]] Luc.). | |||
}} | }} |