3,274,216
edits
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κομμωτικός]] -ή, -όν) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιποίηση]] και στον καλλωπισμό της [[κόμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το θηλ. ως ουσ.) <i>η κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του κομμωτή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ύφος) αυτός που έχει [[καλλιέπεια]] («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις [[ἡδύς]], ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει [[κομμωτικός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομμωτικῶς</i> (Α)<br />με καλλωπισμό. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κομμωτικός]] -ή, -όν) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιποίηση]] και στον καλλωπισμό της [[κόμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το θηλ. ως ουσ.) <i>η κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του κομμωτή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ύφος) αυτός που έχει [[καλλιέπεια]] («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις [[ἡδύς]], ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει [[κομμωτικός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομμωτικῶς</i> (Α)<br />με καλλωπισμό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κομμωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον καλλωπισμό· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του καλλωπισμού, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |