ἐκδειματόω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκδειματόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, επιτετ. αντί [[δειματόω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐκδειματόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, επιτετ. αντί [[δειματόω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκδειμᾰτόω:''' устрашать, пугать (τινα Plat.).
}}
}}